ἐπουράνιος — heavenly masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επουράνιος — α, ο (AM ἐπουράνιος, ον Α και ος, η και α, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στον ουρανό, ουράνιος («ὁ πατήρ μου ὁ ἐπουράνιος», ΚΔ) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα επουράνια ουρανός («σημαίνει ο Θιός, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια») 3. (το αρσ.… … Dictionary of Greek
ἐπουρανίως — ἐπουράνιος heavenly adverbial ἐπουράνιος heavenly masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπουράνιον — ἐπουράνιος heavenly masc/fem acc sg ἐπουράνιος heavenly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπουρανίοιο — ἐπουράνιος heavenly masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπουρανίοις — ἐπουράνιος heavenly masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπουρανίοισι — ἐπουράνιος heavenly masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπουρανίοισιν — ἐπουράνιος heavenly masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπουρανίου — ἐπουράνιος heavenly masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπουρανίους — ἐπουράνιος heavenly masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)